- ιχνοπέδη
- ἰχνοπέδη, ἡ (Α)είδος δεσμού ή παγίδας, συσκευή με την οποία συνελάμβαναν ή παγίδευαν κάποιον ή κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πέδη «δεσμός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰχνοπέδαισιν — ἰχνοπέδη fetter fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
τριέλικτος — ον, Μ 1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές 2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.) β) «τριέλικτοι θώρακες» τα σανιδώματα τού πλοίου (Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ἰχνοπέδαν — ἰχνοπέδᾱν , ἰχνοπέδη fetter fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)